ἄτρεπτα

ἄτρεπτα
ἄτρεπτος
unchangeable
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • непреложьныи — (45) пр. 1.Неизменяемый, не могущий быть измененным: кожю мурина. непрѣложьнѹ сътѧжа(въ)шиимъ (ἀμετοβλητον) КЕ XII, 225а; б҃ъ безначаленъ ѥсть и бесконеченъ. (пре)вѣченъ же и присносущенъ. несозданъ и непреложенъ. (ἄτρεπτος) ЖВИ XIV–XV, 25в; ||… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”